προφασις

προφασις
    πρόφασις
    πρό-φᾰσις
    -εως ἥ
    1) основание, повод, мотив
    

(ἀληθεστάτη Thuc.; εἰκυῖα Plat.)

    ἥ π. τῆς αἰτίας Lys. — основание обвинения;
    προφάσεις καὴ αἰτίαι Thuc. — основания и причины

    2) предлог, отговорка, увертка
    

προφάσει, ἀπὸ προφάσεως Thuc., ἐπὴ προφάσεως, ἀπὸ προφάσιος, διὰ и κατὰ πρόφασιν, προφάσιος εἵνεκεν Her., προφάσεως χάριν Arst. или ἐκ προφάσεως Polyb. — под (благовидным) предлогом;

    πρόφασιν Hom., Thuc., Lys. и προφάσει NT. — для видимости, для вида;
    πρόφασιν ἔχειν Thuc. etc. — иметь предлог (оправдание) или служить предлогом;
    μή μοι προφάσεις! Arph. — никаких отговорок!

    3) Soph. v. l. = πρόφανσις См. προφανσις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προφασις" в других словарях:

  • πρόφασις — motive fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφάσις — προφάσῑς , πρόφασις motive fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφάσει — πρόφασις motive fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) προφάσεϊ , πρόφασις motive fem dat sg (epic ionic) πρόφασις motive fem dat sg (attic ionic) προφά̱σει , προφάω shine forth aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) προφά̱σει , προφάω shine… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφάσεις — πρόφασις motive fem nom/voc pl (attic epic ionic) πρόφασις motive fem nom/acc pl (attic ionic) προφά̱σεις , προφάω shine forth aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) προφά̱σεις , προφάω shine forth fut ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφασίων — πρόφασις motive fem gen pl (epic doric ionic aeolic) προφᾱσίων , προφάω shine forth fut part act masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφάσεσι — πρόφασις motive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφάσεσιν — πρόφασις motive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφάσιας — πρόφασις motive fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφάσιες — πρόφασις motive fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφάσιος — πρόφασις motive fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφασιν — πρόφασις motive fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»